-
1 дать
дать 1) в разн. знач. δίνω дайте, пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... дайте им знать ειδοποιείστε τους \дать согласие συμφωνώ \дать концерт δίνω κοντσέρτο; \дать обед παραθέτω γεύμα 2) (разрешить) αφήνω, επιτρέπω дайте мне пройти επιτρέψτε μου να περάσω* * *1) в разн. знач. δίνωда́йте, пожа́луйста... — δώστε, παρακαλώ…
да́йте им знать — ειδοποιείστε τους
дать согла́сие — συμφωνώ
дать конце́рт — δίνω κοντσέρτο
дать обе́д — παραθέτω γεύμα
2) ( разрешить) αφήνω, επιτρέπωда́йте мне пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω
-
2 дать
дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, даноρ.σ.μ.1. δίνω• εγχειρίζω•дать деньги δίνω χρήματα•
дать книгу δίνω βιβλίο.
|| παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•помещение δίνω χώρο.
|| παραχωρώ•дать место δίνω τη θέση.
|| πληρώνω•сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;
2. απονέμω•дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.
|| μτφ. καθορίζω•дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).
|| επιφέρω, καταφέρω•он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.
|| χτυπώ, δέρνω, πλήττω•дать по рукам χτυπώ στα χέρια.
3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•дать обед δίνω γεύμα•
дать концерт δίνω συναυλία•
дать бал δίνω χορό.
4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.
|| φέρω, επιφέρω•дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.
5. εμφανίζω, παρουσιάζω•дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•
-течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•
дать осечку παθαίνω αφλογιστία•
дать осадок αφήνω κατακάθια.
6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•
дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•
дать позволение επιτρέπω•
дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•
дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•
дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•
дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•
дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.
|| μεταδίνω, κάνω•сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•
дать знак κάνω νεύμα.
|| χτυπώ, κρούω•дать звонок χτυπώ το κουδούνι.
7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•
он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.
8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.εκφρ.дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•дать вожжи ή поводок – κ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•дать свет – ανάβω το φως•дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.1. πιάνομαι•не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.
|| υποκύπτω, υποχωρώ.2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•
история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.
|| δίνομαι, αποκτιέμαι•ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).
-
3 задать
ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. дать)1. δίνω• βάζω•задать работу δίνω δουλειά•
задать задачу δίνω πρόβλημα•
задать вопрос βάζω ερώτηση•
-уроки δίνω κατ οίκον εργασία (σπιτική δουλειά) προφορική ή γραπτή•
задать бал δίνω χορό•
задать страх ενσπείρω το φόβο•
задать головомойку δίνω (βάζω) κατσάδα•
задать загадку βάζω αίνιγμα.
|| τιμωρώ•я ему задам θα του τις δώσω (βρέξω), θα τις φάει.
2. δίνω τροφή στα ζώα•овса лошади δίνω βρώμη στο άλογο.
εκφρ.задать жару – α) δίνω κατσάδα, τράκο• περιαρπάζω, β) επιφορτίζω, παραφορτώνω•задать перцу кому – βάζω πόστα, στολίζω, δίνω την παπάρα•задать тон – δίνω τον τόνο ή το παράδειγμα.1. προτίθεμαι, βάζω, καθορίζω•задать целью изучить русский язык βάζω για σκοπό (σκοπεύω) να μάθω τη ρωσική γλώσσα.
2. συμβαίνω, λαμβάνω χώ-ραν, τυχαίνω, λαχαίνω.3. στέργω, ευδοκώ. -
4 подать
подать 1-и θ. παλ. φόρος ατομικός.подать 2ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.1. δίνω, προσφέρω•подать стул προσφέρω κάθισμα•
подать руку δίνω το χέρι.
|| (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.2. προσφέρω, σερβίρω•подать ужин σερβίρω το δείπνο•
подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.
3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.
4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.5. υποβάλλω•подать заявление υποβάλλω αίτηση•
рапорт υποβάλλω αναφορά•
подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.
6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.
7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•подать совет συμβουλεύω•
подать милости ελεώ.
9. παρασταίνω, απεικονίζω•автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.
εκφρ.подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•подать пример – δίνω το παράδειγμα•подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.
|| μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω. -
5 слово
слово с 1) η λέξη, ο λόγος 2) (речь) о λόγος; приветственное \слово ο χαιρετιστήριος λόγος* предоставить \слово δίνω το λόγο" \слово имеет... θα μιλήσει...· дать \слово δίνω το λόγο μου, υπόσχομαι* * *с1) η λέξη, ο λόγος2) ( речь) ο λόγοςприве́тственное сло́во — ο χαιρετιστήριος λόγος
предоста́вить сло́во — δίνω το λόγο
сло́во име́ет... — θα μιλήσει…
дать сло́во — δίνω το λόγο μου, υπόσχομαι
-
6 консультация
консультация ж 1) (совет) η συμβουλή, η γνωμάτευση получить \консультацияю συμβουλεύομαι дать \консультацияю δίνω συμβουλή 2) (учреждение): юридическая \консультация το γραφείο νομικών συμβουλών женская \консультация το γυναικολογικό ιατρείο* * *ж1) ( совет) η συμβουλή, η γνωμάτευσηполучи́ть консульта́цию — συμβουλεύομαι
дать консульта́цию — δίνω συμβουλή
2) ( учреждение)юриди́ческая консульта́ция — το γραφείο νομικών συμβουλών
же́нская консульта́ция — το γυναικολογικό ιατρείο
-
7 концерт
концерт м η συναυλία, το κον(τ)σέρτο дать \концерт δίνω συναυλία* * *мη συναυλία, το κον(τ)σέρτοдать конце́рт — δίνω συναυλία
-
8 обещание
обещание с η υπόσχεση* дать \обещание δίνω την υπόσχεση· сдержать \обещание κρατώ το λόγο μου· нарушить \обещание παραβαίνω την υπόσχεση μου* * *сη υπόσχεσηдать обеща́ние — δίνω την υπόσχεση
сдержа́ть обеща́ние — κρατώ το λόγο μου
нару́шить обеща́ние — παραβαίνω την υπόσχεση μου
-
9 повод
повод м η αφορμή· ο λόγος (причина) по \поводу... αναφορικά με...· με την ευκαιρία... (по случаю)' без всякого \повода χωρίς κανένα λόγο· дать \повод δίνω αφορμή* * *мη αφορμή; ο λόγος ( причина)по по́воду… — αναφορικά με…; με την ευκαιρία… ( по случаю)
без вся́кого по́вода — χωρίς κανένα λόγο
дать по́вод — δίνω αφορμή
-
10 сигнал
сигнал м το σημείο, το σήμα; η σηματοδότηση (сигнализация)· \сигнал бедствия το σήμα κινδύνου; дать \сигнал δίνω σήματα, σημαίνω* * *мτο σημείο, το σήμα; η σηματοδότηση ( сигнализация)сигна́л бе́дствия — το σήμα κινδύνου
дать сигна́л — δίνω σήματα, σημαίνω
-
11 старт
старт м η εκκίνηση; η αφετηρία; линия \старта η βαλβίδα; дать \старт δίνω το σινιάλο για την εκκίνηση; взять \старт κάνω εκκίνηση стартер м о αφέτης* * *мη εκκίνηση; η αφετηρίαли́ния старта — η βαλβίδα
дать старт — δίνω το σινιάλο για την εκκίνηση
-
12 отдать
1. (возвратить) επιστρέφω, δίνω πίσω, αποδίδω 2. (передать, дать) παραδίδω, δίνω 3. (продать, отдать по какой-л. цене) δίνω 4. мор.- якорь ρίχνω την άγκυρα, ποντίζω την άγκυραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отдать
-
13 понять
понятьсов см. понимать· ◊ дать \понять δίνω νά ἐννοήσει, δίνω νά καταλάβει. -
14 недодать
ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. στη λ. дать)• δε δίνω πλήρως, δίνω λειψά, λιγότερο του δέοντος•он -ал мне два рубля αυτός μου κράτησε δυο ρούβλια.
-
15 выход
-а α.1. έξοδος•выход из дому έξοδος από το σπίτι,• выход кораблей на море απόπλους των πλοίων.
2. έκδοση•выход книги в свет έκδοση του βιβλιου,
3. εμφάνιση στη σκηνή.4. θύρα εξόδου•запасной выход έξοδος κινδύνου.
|| μτφ. απαλλαγή•выход из трудного положения έξοδος από δύσκολη κατάσταση.
5. εξαγωγή•выход масла из подсолнечных семян εξαγωγή λαδιού από ηλιόσπορο.
6. (για ορυκτά) έξοδος, εμφάνιση στην επιφάνεια.εκφρ.дать выход чувству, гневу – κ.τ.τ. αφήνω να ξεσπάσει το αίσθημα, ο θυμός•знать все входы и -ы – ξέρω όλες τις τρύπες (τα αρμόδια γραφεία)•на -е – κ. на -ах στα βουβά, στους βουβούς ρόλους•дать выход – δίνω τη δυνατότητα να εμφανιστεί. -
16 заём
το δάνειο-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заём
-
17 взаймы
взаймынареч δανεικά:взять \взаймы παίρνω δανεικά, δανείζομαι· дать \взаймы δίνω δανεικά, δανείζω. -
18 оплеуха
оплеу́х||аж разг τό χαστούκι, ὁ μπάτσος, ἡ σφαλιάρα:дать \оплеухау δίνω ἕνα μπάτσο· надавать оплеух χαστουκίζω, μπατσίζω. -
19 повод
повод Iм ἡ ἀφορμή:по \поводу ὡς προς, ὀσον ἀφορᾶ· по какому \поводу? γιά ποιο λόγο;, προς τί;· по всякому \поводу γιά τό κάθε τι, γιά ψύλλου πήδημα· без всякого \повода χωρίς καμμιά ἀφορμή, στά καλά καθούμενα· дать \повод δίνω ἀφορμή.повод IIм (у лошади) τό χαλινάρι, ὁ χαλινός, τά γκέμια· ◊ быть у кого́-л. на \поводу́ μέ τραβά (или μέ σέρνει) κάποιος ἀπό τή μύτη. -
20 подзатыльник
подзатыльникм разг ἡ καρπαζιά:дать \подзатыльник δίνω καρπαζιά.
Перевод: с русского на все языки
со всех языков на русскийдать в - δίνω -
Страницы